Η Μόμο και οι κλέφτες του χρόνου. Ένα διαχρονικό, αλληγορικό παραμύθι.

Posted: 9 Οκτωβρίου, 2012 in αποσπάσματα από βιβλία, ιστορίες-παραμύθια-μύθοι
Ετικέτες: , , , ,

…Κάποια μέρα ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς διαδόθηκε πως κάποιος κατοικούσε τώρα τελευταία στα χαλάσματα. Ήταν λέει, ένα παιδί, μάλλον κοριτσάκι. Κανένας όμως δεν μπορούσε να πει τίποτε με ακρίβεια γιατί τα ρούχα της ήταν κάπως παράξενα. Τη λέγανε Μόμο ή κάπως έτσι.
Και πραγματικά, η εξωτερική εμφάνιση της Μόμο ήταν λιγάκι παράξενη και μπορούσε να τρομάξει τους ανθρώπους που δίνανε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα και την τάξη. Ήταν κοντούλα, λεπτούλα, έτσι που ήταν αδύνατον να πεις αν ήταν οκτώ χρονών ή δώδεκα. Στο κεφάλι φύτρωναν αναμαλλιασμένες μπούκλες, μαύρες σαν πίσσα, που δείχνανε να μην τις είχε αγγίξει ποτέ χτένα ούτε και ψαλίδι. Είχε πολύ μεγάλα, πανέμορφα μάτια κι αυτά μαύρα σαν την πίσσα και πόδια στο ίδιο χρώμα γιατί γύριζε πάντα ξυπόλητη. Τον χειμώνα μόνο έβαζε καμιά φορά παπούτσια, αλλά κι αυτά ήταν παράταιρα και της πέφτανε πολύ μεγάλα. Κι αυτό γιατί τίποτα απ’ αυτά που είχε η Μόμο δεν ήταν δικό της. Ή τα είχε βρει κάπου ή της τα είχε χαρίσει κάποιος. Η φούστα της ήταν καμωμένη από διάφορα παρδαλά κουρέλια και της έφτανε ως τον αστράγαλο. Από πάνω φορούσε ένα παλιό, πολύ μεγάλο της, αντρικό σακάκι, με μανίκια διπλωμένα στον καρπό. Η Μόμο δεν ήθελε να τα κόψει γιατί σκεφτόταν πολύ προνοητικά πως θα μεγάλωνε. Και ποιος μπορούσε να ξέρει αν θα ξανάβρισκε ποτέ ένα τόσο ωραίο σακάκι με τόσες πολλές τσέπες;

– Δεν είμαι σίγουρη, είπε κάποια μέρα η Μόμο, αλλά μου φαίνεται πως οι παλιοί μου φίλοι έρχονται όλο και πιο σπάνια να με δουν. Μερικούς μάλιστα έχω πολύ καιρό να τους δω.
Ο Τζίτζης και ο Ξεναγός και ο Μπέπος ο Οδοκαθαριστής κάθονταν δίπλα της στα χορταριασμένα σκαλιά του ερειπωμένου θεάτρου και βλέπανε τον ήλιο να βασιλεύει.
– Ναι, έκανε συλλογισμένος ο Τζίτζης, το ίδιο συμβαίνει και μαζί μου. Γίνονται όλοι και πιο λιγοστοί εκείνοι που ακούν τις ιστορίες μου. Δεν είναι πια όπως ήταν κάποτε. Κάτι πρέπει να συμβαίνει.
– Τι όμως; ρώτησε η Μόμο.

Ο Τζίτζης σήκωσε τους ώμους του κι έσβησε σκεφτικός με το σάλιο του μερικά γράμματα που είχε γρατσουνίσει πάνω σ’ έναν μαυροπίνακα. Ο γέρο-Μπέπος είχε βρει το μαυροπίνακα πριν μερικές εβδομάδες σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ και τον είχε φέρει στη Μόμο. Δεν ήταν φυσικά καινούργιος και ήταν και τσακισμένος στη μέση, κατά τα άλλα όμως έκανε ακόμα τη δουλειά του. Κι από τότε  ο Τζίτζης βάλθηκε να δείχνει κάθε μέρα στη Μόμο πώς γράφεται το ένα ή το άλλο γράμμα. Και καθώς η Μόμο είχε μια πολύ καλή μνήμη, είχε μάθει στο μεταξύ να διαβάζει αρκετά καλά. Μόνο με το γράψιμο είχε κάποιες δυσκολίες.
Ο Μπέπος ο Οδοκαθαριστής, αφού σκέφτηκε την ερώτηση της Μόμο κούνησε αργά το κεφάλι του και είπε:

– Ναι, είναι αλήθεια. Πλησιάζει. Έχει απλωθεί παντού πια στην πόλη. Το έχω κιόλας προσέξει.

– Ποιο πράγμα; ρώτησε η Μόμο.

Ο Μπέπος σκέφτηκε πάλι για λίγο κι έπειτα είπε:
– Τίποτα το καλό. Κι ύστερα από λίγο πρόσθεσε: Αρχίζει να κάνει κρύο.

– Σαχλαμάρες! είπε ο Τζίτζης κι ακούμπησε το χέρι του στους ώμους της Μόμο για να την παρηγορήσει. Τώρα όμως έρχονται όλο και περισσότερα παιδιά.

– Ναι, γι’ αυτό, έκανε ο Μπέπος, γι’ αυτό.

– Τι θέλεις να πεις; ρώτησε η Μόμο.

Ο Μπέπος σκέφτηκε πολλή ώρα και τελικά απάντησε:
– Δεν έρχονται για μας. Ζητούν μονάχα κάπου ν’ ακουμπήσουνε.

Και οι τρεις τους κοίταξαν κάτω την κυκλική πρασιά στη μέση του αμφιθεάτρου, όπου αρκετά παιδιά παίζανε ένα καινούργιο παιχνίδι με μπάλα που είχαν βγάλει μόλις εκείνο τ’ απόγευμα.

Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί παλιοί φίλοι της Μόμο: το παιδί με τα γυαλιά, που το λέγανε Πάολο, το κοριτσάκι, η Μαρία μαζί με την αδελφούλα της τη Ντέντε, το χοντρό παιδί με την ψιλή φωνή, που τ’ όνομά του ήταν Μάξιμος και το άλλο παιδί που φαινόταν σαν να μην το φρόντιζε κανένας και που το λέγανε Φράνκο. Μα χώρια απ’ αυτά, ήταν κι άλλα παιδιά, που είχαν μπει στην παρέα μόλις πριν από λίγες μέρες κι ένα αγοράκι που είχε πρωτοέρθει εκείνο τ’ απόγευμα. Τα πράγματα δείχνανε να είναι πραγματικά όπως το είχε πει ο Τζίτζης: Πλήθαιναν από μέρα σε μέρα.
Το κανονικό ήταν να χαρεί πολύ μ’ αυτό η Μόμο. Αλλά τα πιο πολλά απ’ αυτά τα παιδιά δεν ξέρανε καν να παίξουνε. Κάθονταν μονάχα κακόκεφα και βαριεστημένα γύρω γύρω και παρακολουθούσαν τη Μόμο και τους φίλους της. Καμιά φορά τους ενοχλούσαν επίτηδες και τους τα χαλούσαν όλα. Οι καβγάδες και οι τσακωμοί δεν ήταν σπάνιοι τώρα. Πρέπει να πούμε πως δεν κρατούσαν και πολύ γιατί η παρουσία της Μόμο επηρέαζε και τούτα τα παιδιά που δεν αργούσαν να έχουν τις καλύτερες ιδέες και να παίζουν ενθουσιασμένα με τους άλλους. Το κακό όμως ήταν πως καθημερινά έρχονταν καινούργια παιδιά κι έρχονταν μάλιστα από μακριά, από άλλες συνοικίες. Κι όλα άρχιζαν ξανά από την αρχή γιατί όπως το ξέρουμε όλοι μας συχνά φτάνει ένας και μοναδικός για να χαλάσει το παιχνίδι στους άλλους.
Ήταν ύστερα και κάτι άλλο που δεν καταλάβαινε η Μόμο. Είχε αρχίσει μόλις τον τελευταίο καιρό. Τύχαινε όλο και πιο συχνά να φέρουν τα παιδιά διάφορα παιχνίδια, που στην ουσία δεν μπορούσες να τα παίξεις, όπως π.χ. ένα τηλεκατευθυνόμενο τανκ, που μπορούσες να το πας από δω κι από κει, αλλά που ήταν άχρηστο για οτιδήποτε άλλο. Ή ένα διαστημικό πύραυλο, που έτρεχε σαν παλαβός γύρω από ένα κοντάρι, κατά τα άλλα όμως δεν χρησίμευε σε τίποτα. Ή ένα μικρό ρομπότ που προχωρούσε τρικλίζοντας με μάτια που άναβαν και γύριζε και το κεφάλι του, αλλά δεν έκανε για τίποτ’ άλλο.
Τα παιχνίδια ήταν βέβαια πολύ ακριβά, τέτοια που οι φίλοι της Μόμο δεν είχαν ξαναδεί στη ζωή τους κι όσο για την ίδια τη Μόμο ούτε κουβέντα να γίνεται. Ήταν τόσο τέλεια σε κάθε τους λεπτομέρεια, που δεν είχες ανάγκη να συμπληρώσεις τίποτα με τη φαντασία σου. Και τα παιδιά κάθονταν εκεί, πολλές φορές με τις ώρες και παρακολουθούσαν μαγεμένα κι όμως βαριεστημένα αυτά τα πράγματα να κινούνται βομβίζοντας, να περπατούν τρικλίζοντας ή και να περιστρέφονται σφυρίζοντας, αλλά δεν τους κατέβαινε τίποτα για το πώς να τα παίξουν διαφορετικά. Γι’ αυτό και ξαναγύριζαν τελικά πάλι στα παλιά τους παιχνίδια, όπου αρκούσαν δυο χαρτόκουτα, κάποιο κουρελιασμένο τραπεζομάντιλο, λίγα χώματα και μια χούφτα χαλίκια. Έχοντας αυτά μπορούσαν να δημιουργήσουν με τη φαντασία τους οτιδήποτε.
Ήταν κι απόψε κάτι που δεν άφηνε το παιχνίδι να στρώσει. Το ένα μετά το άλλο τα παιδιά παρατούσαν το παιχνίδι ώσπου μαζεύτηκαν όλα τους γύρω από τον Τζίτζη, τον Μπέπο και τη Μόμο. Ίσως να έλπιζαν πως θα τους έλεγε καμιά ιστορία ο Τζίτζης, αλλ’ αυτό δεν μπορούσε να γίνει επειδή τ’ αγοράκι που είχε πρωτοέρθει σήμερα έφερε μαζί του ένα τρανζίστορ. Καθόταν λίγο πιο πέρα από τους άλλους και το είχε ανοιγμένο στη διαπασών. Το ραδιόφωνο μετάδινε κάποια διαφημιστική εκπομπή.

– Δεν μπορείς να χαμηλώσεις λιγάκι το ηλίθιο κουτί σου; το ρώτησε απειλητικά το παραμελημένο παιδί που το λέγαν Φράνκο.

– Δε σε καταλαβαίνω, είπε το ξένο παιδί και χαμογέλασε πλατιά. Το ραδιόφωνό μου φωνάζει πολύ.

– Χαμήλωσέ το αμέσως! φώναξε ο Φράνκο και σηκώθηκε.

Το ξένο παιδί χλώμιασε λιγάκι, αλλά αποκρίθηκε πεισματικά.
– Εσένα δε σου πέφτει λόγος. Ούτε και σε κανέναν άλλο. Μπορώ να βάζω το ραδιόφωνό μου όσο δυνατά μου καπνίσει.

– Έχεις δίκιο, έκανε ο γερο-Μπέπος, δεν μπορούμε να το απαγορέψουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι να τον παρακαλέσουμε.

Ο Φράνκο ξανακάθισε.

– Μα γιατί δεν πάει κάπου αλλού, είπε χολιασμένος. Όλο τ’ απόγευμα μας τα χαλάει όλα.

– Θα έχει το λόγο του, είπε ο Μπέπος και κοίταξε μέσα από τα γυαλάκια του προσεκτικά και με συμπάθεια το ξένο παιδί. Τον έχει οπωσδήποτε.

Το ξένο παιδί δεν μιλούσε. Ύστερα από λίγο κατέβασε το ραδιόφωνο και γύρισε τα μάτια του αλλού.

Η Μόμο πήγε κοντά του και κάθισε δίπλα του. Εκείνο έκλεισε το ραδιόφωνο. Για αρκετή ώρα είχε ησυχία.

– Θα μας πεις καμιά ιστορία Τζίτζη, ζήτησε ένα από τα καινούργια παιδιά. Ναι, φώναξαν τ’ άλλα παιδιά. Σε παρακαλώ! Πες μας μια αστεία ιστορία. Όχι, μια συγκινητική. Όχι, ένα παραμύθι. Όχι, μια περιπέτεια!
Μα ο Τζίτζης δεν ήθελε. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε τέτοιο πράμα.
– Θα προτιμούσα, είπε στο τέλος, να μου πείτε εσείς κάτι για τον εαυτό σας και για το σπίτι σας. Να μου πείτε τι κάνετε και γιατί είστε εδώ.

Τα παιδιά μουγκάθηκαν. Τα πρόσωπά τους έγιναν ξαφνικά θλιμμένα και κλειστά.
– Τώρα έχουμε ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο, μίλησε τελικά κάποιο. Το Σάββατο, όταν έχουν καιρό ο μπαμπάς και η μαμά, το πλένουνε. Όταν είμαι καλό παιδί, μου επιτρέπουν να τους βοηθήσω. Όταν μεγαλώσω θα πάρω και γω ένα τέτοιο.

–  Εγώ όμως, είπε ένα κοριτσάκι, μπορώ να πηγαίνω κάθε μέρα σινεμά, φτάνει να θέλω. Κι αυτό  για να ξέρουν πως βρίσκομαι σε σίγουρα χέρια, γιατί εκείνοι δεν έχουν δυστυχώς καιρό. Κι αφού έμεινε για λίγο σιωπηλό πρόσθεσε: Μα δε θέλω να βρίσκομαι σε σίγουρα χέρια. Γι’ αυτό και έρχομαι κρυφά εδώ πέρα και μαζεύω τα λεφτά μου. Όταν θα έχω μαζέψει αρκετά, θα βγάλω ένα εισιτήριο και θα πάω να βρω τους επτά νάνους.

– Είσαι βλάκας! φώναξε ένα άλλο παιδί. Δεν υπάρχουνε καν!

– Κι όμως υπάρχουν! επέμεινε πεισματωμένο το κοριτσάκι. Αφού το είδα ακόμα και σε διαφήμιση γραφείου ταξιδιών.

– Έχω κιόλας έντεκα δίσκους με παραμύθια, δήλωσε ένα αγοράκι. Μπορώ να τους ακούω όσες φορές θέλω. Κάποτε μου τα έλεγα το βράδυ ο πατέρας μου, όταν γύριζε από τη δουλειά. Ήταν πολύ όμορφα. Τώρα όμως δεν είναι στο σπίτι ποτέ. Ή είναι κουρασμένος και δεν έχει όρεξη.

– Και η μητέρα σου; ρώτησε το κοριτσάκι που το’ λεγαν Μαρία.

– Λείπει και κείνη όλη μέρα.

– Και σε μας το ίδιο γίνεται, είπε η Μαρία. Ευτυχώς όμως έχω τη Ντέντε. Έδωσε στην αδελφούλα της που καθόταν στα γόνατά της ένα φιλί και συνέχισε: Όταν γυρίσω από το σχολείο ζεσταίνω το φαγητό. Ύστερα κάνω τα μαθήματά μου. Κι ύστερα… σήκωσε τους ώμους της, ύστερα γυρίζουμε εδώ και κει ώσπου να βραδιάσει. Τις πιο πολλές φορές βέβαια ερχόμαστε δω πέρα.

Όλα τα παιδιά κούνησαν τα κεφάλια τους, γιατί τα ίδια λίγο – πολύ γινόντουσαν και στα δικά τους τα σπίτια.
– Εγώ, εδώ που τα λέμε, χαίρομαι πολύ, είπε ο Φράνκο αλλά καθώς τα έλεγε δε φαινόταν καθόλου χαρούμενος, που οι γέροι μου δεν έχουν καθόλου καιρό για μένα. Διαφορετικά θα στήνανε καβγάδες και τελικά θα της έτρωγα εγώ.

Το παιδί με το τρανζίστορ γύρισε ξαφνικά και τους κοίταξε:
– Εμένα όμως μου δίνουν τώρα πολύ περισσότερο χαρτζιλίκι!

– Φυσικά! αποκρίθηκε ο Φράνκο, το κάνουν για να μας ξεφορτωθούνε. Δε μας αγαπάνε πια. Αλλά ούτε και τον εαυτό τους αγαπάνε. Δεν αγαπούν τίποτα πια. Αυτή είναι η γνώμη μου.

– Ψέματα! φώναξε θυμωμένα το ξένο παιδί. Εμένα μ’ αγαπούν οι γονείς μου, πολύ μάλιστα. Δε φταίνε αυτοί που δεν έχουν καιρό. Έτσι ήρθαν τα πράγματα. Γι’ αυτό και μου χάρισαν το τρανζίστορ. Ήταν πολύ ακριβό. Δεν είναι τάχα μια απόδειξη αυτό;

Κανένας δε μίλησε.
Και ξαφνικά τ’ αγοράκι που ολόκληρο τ’ απόγευμα χαλούσε το παιχνίδι στους άλλους, άρχισε να κλαίει. Πάσχιζε να πνίξει το κλάμα του και σκούπιζε τα μάτια του με τα βρόμικα χέρια του, αλλά τα δάκρυα τρέχανε ανοίγοντας χλομά αυλάκια στα βρόμικα μάγουλά του.
Τ’ άλλα παιδιά τον κοίταζαν με συμπόνια ή χαμήλωναν τα μάτια τους. Τώρα τον καταλάβαιναν. Εδώ που τα λέμε όλοι τους αισθανόντουσαν έτσι. Όλα τους νιώθανε εγκαταλειμμένα.
– Έχει πιάσει ψύχρα, είπε ύστερα από κάμποση ώρα ο οδοκαθαριστής Μπέπος.

– Ίσως να μ’ αφήσουν πια σε λίγο να ξανάρθω, είπε ο Πάολο, το παιδί με τα γυαλιά.

– Και γιατί όχι, ρώτησε ξαφνιασμένη η Μόμο.

– Είπαν οι γονείς μου, εξήγησε ο Πάολο, πως όλοι σας δεν είστε παρά χασομέρηδες και τεμπέληδες. Κλέβετε λέει το χρόνο από τον καλό Θεό. Γι’ αυτό και έχετε τόσο. Και αφού υπάρχουν άνθρωποι σαν και σας, και πολλοί μάλιστα, οι άλλοι άνθρωποι έχουν όλο και λιγότερο καιρό. Έτσι είπανε. Και δεν πρέπει να ξανάρθω εδώ γιατί διαφορετικά θα γίνω ολόιδιος με σας.

Μερικά από τα παιδιά κούνησαν και πάλι τα κεφάλια τους γιατί και σ’ αυτά είχαν πει τα ίδια οι γονείς τους.

Ο Τζίτζης κοίταξε ένα ένα τα παιδιά με τη σειρά:
– Και το πιστεύετε αυτό για μας; Τότε τι θέλετε κι έρχεστε;

Αφού σώπασε λιγάκι ο Φράνκο είπε:
– Εμένα το ίδιο μου κάνει. Έτσι κι αλλιώς θα καταλήξω να γίνω ληστής στους μεγάλους δρόμους. Αυτό λέει ο γέρος μου. Εγώ είμαι με το μέρος σας.

– Ώστε έτσι; είπε ο Τζίτζης και τα φρύδια του ανέβηκαν ψηλά. Ώστε μας έχετε για ακαμάτηδες;

Αμήχανα τα παιδιά χαμήλωσαν τα μάτια τους. Στο τέλος ο Φράνκο κοίταξε το γερο-Μπέμπο κατάφατσα μ’ ένα βλέμμα εξεταστικό.
– Μα οι γονείς μου δεν μπορούν να λένε ψέματα, είπε σιγανά. Κι ύστερα ρώτησε ακόμα πιο σιγανά. Δηλαδή δεν είστε;

Ο γερο-οδοκαθαριστής όρθωσε τότε ολόκληρο, το όχι και τόσο μεγάλο ανάστημά του, σήκωσε ψηλά τα τρία του δάχτυλα και είπε:
– Ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω κλέψει από τον καλό Θεό ούτε από τους συνανθρώπους μου έστω και τον ελάχιστο χρόνο. Παίρνω όρκο στ’ όνομά του.

– Και γω! πρόσθεσε η Μόμο.

– Το ίδιο και γω! είπε σοβαρός ο Τζίτζης.

Τα παιδιά σώπαιναν εντυπωσιασμένα. Κανένα τους δεν αμφισβητούσε τα λόγια των τριών φίλων.
– Και τώρα θέλω να σας πω και κάτι άλλο, συνέχισε ο Τζίτζης. Οι άνθρωποι έρχονταν πριν με μεγάλη ευχαρίστηση στη Μόμο για να τους ακούσει. Λέγοντάς της τις έννοιες τους βρίσκανε τον ίδιο τον εαυτό τους, αν το καταλαβαίνετε αυτό που θέλω να σας πω. Τώρα όμως δεν το επιδιώκουν πια. Κάποτε οι άνθρωποι έρχονταν με ευχαρίστηση και σε μένα για ν’ ακούσουν τις ιστορίες μου. Ακούγοντάς τις ξεχνούσαν τον εαυτό τους. Μα ούτε κι αυτό θέλουν πια. Λένε πως δεν τους περισσεύει καιρός για τέτοια. Μα ούτε και για σας έχουν πια καιρό. Έχετε προσέξει κάτι. Είναι πραγματικά περίεργο για ποια πράγματα δεν έχουν πια καιρό! Μισόκλεισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του. Κι έπειτα συνέχισε: Τώρα τελευταία συνάντησα στην πόλη έναν παλιό μου γνώριμο, έναν κουρέα. Λέγεται Φούζι. Είχα να τον δω αρκετό καιρό και κόντεψα να μην τον αναγνωρίσω, τόσο έχει αλλάξει. Έχει γίνει νευρικός, κατσούφης, αγέλαστος. Πρωτύτερα ήταν ένας άνθρωπος συμπαθητικός, τραγουδούσε όμορφα και είχε για όλα τη δική του ξεχωριστή γνώμη. Ξαφνικά δεν του περισσεύει καιρός για τίποτ’ απ’ αυτά. Ο άνθρωπος αυτός έχει γίνει το φάντασμα του εαυτού του, δεν είναι πια καν ο Φούζι, με καταλαβαίνετε; Αν ήταν αυτός ο μόνος, θα έλεγα απλούστατα πως του έχει λιγάκι στρίψει. Όμως όπου κι αν κοιτάξεις τέτοιους ανθρώπους βλέπεις. Γίνονται όλο και περισσότεροι. Και τώρα τέτοιοι άρχισαν να γίνονται ακόμα και οι παλιοί μας φίλοι! Αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια μήπως υπάρχει καμιά κολλητική τρέλα;

Ο γέρο-Μπέπος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
– Σίγουρα πρέπει να είναι κάτι κολλητικό.

– Αν είναι όμως έτσι, έκανε συγχισμένη η Μόμο, τότε πρέπει να βοηθήσουμε τους φίλους μας.
Εκείνο το βράδυ συζήτησαν πολλή ώρα όλοι μαζί τι έπρεπε να γίνει. Για τους γκρίζους κυρίους όμως και την ακαταπόνητη δραστηριότητά τους δεν είχαν την παραμικρή ιδέα.

Τις επόμενες μέρες η Μόμο ξεκίνησε να βρει τους παλιούς της φίλους για να μάθει από τους ίδιους τι τους συνέβαινε και γιατί δεν έρχονταν πια να τη δούνε.
Πρώτα πήγε στο Νικόλα, το χτίστη. Ήξερε καλά το σπίτι που καθόταν, σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ψηλά κάτω από τα κεραμίδια. Δεν ήταν όμως εκεί. Το μόνο που ξέρανε οι άλλοι που κάθονταν εκεί ήταν πως εργαζόταν τώρα στο μεγάλο τετράγωνο με τις καινούργιες οικοδομές, στην άλλη άκρια της πόλης και πως έβγαζε ένα σωρό λεφτά. Λέγανε πως γύριζε σπάνια στο σπίτι του και πάντα ερχόταν πολύ αργά. Και ήταν συχνά και λιγάκι πιωμένος. Δεν μπορούσες πια να συνεννοηθείς καθόλου μαζί του.
Η Μόμο αποφάσισε να τον περιμένει. Κάθισε στη σκάλα μπροστά στην πόρτα του. Σιγά σιγά νύχτωσε και την πήρε ο ύπνος.
Πρέπει να ήταν πολύ αργά όταν την ξύπνησαν βαριά βήματα κι ένα βραχνό τραγούδι. Ήταν ο Νικόλας που ανέβαινε τρικλίζοντας τη σκάλα. Βλέποντας το παιδί, κοντοστάθηκε σαστισμένος.
– Γειά σου Μόμο, γρύλισε και ήταν φανερό πως βρέθηκε σε αμηχανία που εκείνη τον είδε σε μια τέτοια κατάσταση. Υπάρχεις ακόμα; Τι θέλεις εδώ;

– Εσένα, είπε δειλά η Μόμο.

– Είσαι μια μουσίτσα εσύ! έκανε ο Νικόλας και κούνησε χαμογελαστός το κεφάλι του. Μου κουβαλήθηκες εδώ περασμένα μεσάνυχτα για να δεις τι κάνει ο παλιός σου φίλος ο Νικόλας. Δίκιο έχεις, έπρεπε από καιρό να είχα έρθει να σε δω, αλλά δε μου περισσεύει καθόλου καιρός για κάτι τέτοιες… προσωπικές υποθέσεις.

Έκανε μια πλατιά χειρονομία και κάθισε βαριά στη σκάλα, δίπλα στη Μόμο.
– Τι νομίζεις πως μου συμβαίνει, παιδί μου; Τα πράματα δεν είναι πια όπως ήταν κάποτε. Οι καιροί αλλάζουν. Κει πέρα, όπου δουλεύω σήμερα, σου ζητάν ν’ ακολουθήσεις έναν άλλο ρυθμό. Λες και τους κυνηγάει ο διάβολος. Κάθε μέρα ξεπετάνε κι έναν ολόκληρο όροφο, τον έναν πάνω στον άλλον. Ναι, τα πράγματα είναι διαφορετικά απ’ ότι ήταν πριν! Όλα είναι οργανωμένα, η κάθε κίνηση είναι υπολογισμένη, ακόμα και η τελευταία. Κατάλαβες;

Συνέχισε να λέει και η Μόμο τον άκουγε προσεκτικά. Κι όση περισσότερη ώρα μιλούσε, τόσο λιγότερο ενθουσιασμένα αντηχούσαν τα λόγια του. Ξαφνικά σταμάτησε και σκούπισε με τα ροζιασμένα χέρια του το πρόσωπό του.
– Αυτά που λέω είναι όλα σαχλαμάρες, είπε ξαφνικά θλιμμένος. Πάλι ήπια πολύ, Μόμο. Τ’ αναγνωρίζω. Πίνω τώρα συχνά περισσότερο απ’ ότι μου κάνει καλό. Διαφορετικά όμως δεν μπορώ ν’ αντέξω, αυτά που γίνονται. Έρχονται σε αντίθεση με τη συνείδηση ενός τίμιου οικοδόμου. Βάζουμε πάρα πολλή άμμο στο σοβά, το καταλαβαίνεις; Κρατάει κάπου τέσσερα με πέντε χρόνια κι έπειτα πέφτει, φτάνει να βήξεις. Σκέτο πασάλειμμα! Αυτό όμως δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι τα σπίτια που χτίζουμε. Δεν είναι καν σπίτια, είναι… είναι… άψυχα! Σου ανακατώνονται τα συκώτια σου! Αλλά τι με νοιάζει εμένα! Εγώ παίρνω τα λεφτουδάκια μου και τέρμα. Μάλιστα, οι καιροί έχουν αλλάξει. Κάποτε τα έβλεπα διαφορετικά τα πράματα, καμάρωνα τη δουλειά μου όταν χτίζαμε κάτι της προκοπής. Τώρα όμως… Κάποια μέρα, που θα έχω βγάλει αρκετά λεφτά, θα παρατήσω τη δουλειά μου και θ’ αλλάξω ζωή.

Κρέμασε το κεφάλι του και κοίταζε μπροστά του δίχως να βλέπει. Η Μόμο δεν έλεγε απολύτως τίποτα, μόνο τον άκουγε.
– Ίσως, συνέχισε ύστερα από λίγο πιο χαμηλόφωνα ο Νικόλας, ίσως πρέπει να έρθω να σε βρω και να σου τα πω όλα, ναι αυτό είναι που πρέπει πραγματικά να κάνω. Να πούμε αύριο ε; Ή καλύτερα μεθαύριο; Πρέπει να δω πώς θα τα κανονίσω. Θα έρθω όμως οπωσδήποτε. Σύμφωνοι;

Μα ο Νικόλας δεν ήρθε την άλλη μέρα ούτε και την παράλλη. Δεν ήρθε καθόλου. Ίσως και να μην είχε πραγματικά καιρό.

Οι επόμενοι που επισκέφτηκε η Μόμο ήταν ο ταβερνιάρης ο Νίνος και η χοντρή γυναίκα του. Το παλιό σπιτάκι με το λεκιασμένο από τη βροχή σοβά και την κληματαριά στην πόρτα, βρισκόταν στην άκρια της πόλης. Η Μόμο πήγε από πίσω, από την πόρτα της κουζίνας, όπως το συνήθιζε. Ήταν ανοιχτή κι από μακριά κιόλας η Μόμο άκουσε πως ο Νίνος και η γυναίκα του η Λιλιάνα τσακώνονταν άσχημα. Η Λιλιάνα δούλευε με τις κατσαρόλες και τα τηγάνια στη φουφού. Το χοντρό της πρόσωπο γυάλιζε από τον ιδρώτα. Ο Νίνος της έλεγε κάτι με πλατιές χειρονομίες. Στη γωνιά, σ’ ένα καλάθι καθόταν το μωρό τους και τσίριζε.
Η Μόμο κάθισε σιγά σιγά δίπλα στο μωρό. Το πήρε στα γόνατά της και το κούνησε ώσπου εκείνο ησύχασε. Το ανδρόγυνο σταμάτησε τον καυγά και την κοίταξε.
– Εσύ είσαι Μόμο, είπε ο Νίνος και χαμογέλασε αμυδρά. Καλά έκανες που ήρθες πάλι.

– Θέλεις να φας τίποτα; τη ρώτησε λιγάκι απότομα η Λιλιάνα.

Η Μόμο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
– Τι θέλεις λοιπόν; ρώτησε νευρικά ο Νίνος. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε στ’ αλήθεια καθόλου καιρό για σένα.

– Ήθελα να σας ρωτήσω μονάχα, απάντησε με σιγανή φωνή η Μόμο, γιατί έχετε τόσο καιρό να ρθείτε να με δείτε;

– Ξέρω και γω; είπε νευριασμένος ο Νίνος. Έχουμε τώρα άλλα πράματα στο κεφάλι μας

– Σωστά! φώναξε η Λιλιάνα, ξεσηκώνοντας φασαρία με τα κατσαρολικά της, τώρα έχει άλλα πράματα στο νου του! Πως δηλαδή να διώξει τους παλιούς του πελάτες! Αυτή είναι η στενοχώρια του. Τους θυμάσαι Μόμο τους γέρους που συνήθιζαν να κάθονται στο τραπέζι στη γωνιά; Λοιπόν τους έχει διώξει! Τους έχει πετάξει έξω!

– Μα δεν έκανα τέτοιο πράμα, αμύνθηκε ο Νίνος. Τους παρακάλεσα μονάχα ευγενικά να βρούνε μια άλλη ταβέρνα. Σαν ταβερνιάρης που είμαι έχω αυτό το δικαίωμα.

– Το δικαίωμα, το δικαίωμα! θύμωσε η Λιλιάνα. Είναι από τα πράματα που δε γίνονται. Είναι απάνθρωπο και πρόστυχο. Το ξέρεις πολύ καλά πως δε θα βρουν άλλη ταβέρνα. Σε μας δεν ενοχλούσαν κανένα.

– Φυσικά και δεν ενοχλούσαν κανένα! φώναξε ο Νίνος. Κι αυτό γιατί σε μας δεν πατούσε ούτε ένας καθώς πρέπει άνθρωπος με λεφτά όσο κάθονταν κει πέρα αυτοί οι αξύριστοι γεροξούρηδες. Νομίζεις δηλαδή πως αυτά τα πράματα αρέσουν στον κόσμο; Και με το ένα και μοναδικό ποτηράκι κοκκινέλι που μπορούσαν να πληρώσουν τη βραδιά, εμείς δε κερδίζαμε τίποτα! Αν πάμε έτσι θα μείνουμε στον πάτο!

– Μέχρι τώρα τα βγάζαμε πέρα μια χαρά! αποκρίθηκε η Λιλιάνα

– Μέχρι τώρα ναι, φώναξε θυμωμένος ο Νίνος. Το ξέρεις όμως πολύ καλά πως δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι. Ο νοικοκύρης μας ανέβασε το νοίκι. Πληρώνω τώρα ένα τρίτο περισσότερο απ’ ότι πλήρωνα πριν. Κι όλα ακριβαίνουν. Που να τα βρω τα λεφτά αν κάνω την ταβέρνα μου άσυλο για τους γερομπαμπαλήδες; Γιατί πρέπει να λυπάμαι τους άλλους; Εμένα με λυπάται κανείς;

Η χοντρή Λιλιάνα ακούμπησε με θόρυβο ένα τηγάνι στη φουφού.
– Και τώρα θα μ’ ακούσεις και μένα! φώναξε κι έβαλε τα χέρια στους χοντρούς γοφούς της. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους γερομπαμπαλήδες, όπως τους λες, είναι και ο θείος μου ο Έττορε! Και δε σου επιτρέπω να βρίζεις την οικογένειά μου! Είναι ένας καλός και τίμιος άνθρωπος κι ας μην έχει τόσα λεφτά όσα η πελατεία σου που πληρώνει!

– Ο Έττορε μπορεί να ξανάρθει αν θέλει! είπε ο Νίνος με μια πλατιά χειρονομία. Του είπα πως μπορεί να έρχεται όποτε θέλει. Μα δε θέλει.

– Και βέβαια δε θέλει χωρίς τους παλιούς του φίλους! Τι νομίζεις; Λες να θέλει να κάθεται ολομόναχος κει πέρα στη γωνιά;

– Κι εγώ δεν μπορώ ν’ αλλάξω τίποτα! φώναξε ο Νίνος. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω καμιά όρεξη να τελειώσω τη ζωή μου σαν ένας φτωχοταβερνιάρης, μόνο και μόνο για να μην ενοχλήσω το θείο σου τον Έττορε. Θέλω και γω κάτι να κάνω στη ζωή μου! Είναι τάχα έγκλημα αυτό; Θέλω να στήσω το μαγαζί μου! Και δεν το κάνω μονάχα για τον εαυτό μου. Το κάνω και για σένα και για το παιδί μας. Δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό, Λιλιάνα;

– Όχι, είπε σκληρά η Λιλιάνα, αν αυτό μπορεί να γίνει μονάχα με απανθρωπιά, αν είναι να το ξεκινήσεις έτσι, τότε θα ξεκινήσεις χωρίς εμένα. Αν είναι έτσι θα σηκωθώ να φύγω! Κάνε ό,τι σου αρέσει!
Και πήρε από τη Μόμο το μωρό που είχε στο μεταξύ ξαναρχίσει να κλαίει κι έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα.

Κάμποση ώρα ο Νίνος δε μίλησε. Άναψε ένα τσιγάρο και το έπαιζε στα δάχτυλά του.

Η Μόμο τον κοίταζε.

– Τι να πει κανείς, είπε στο τέλος ο Νίνος, ήταν στ’ αλήθεια καλοί τύποι. Και γω τους συμπαθούσα. Ξέρεις κάτι Μόμο, και γω στεναχωρήθηκα… Τι να’κανα όμως. Οι καιροί αλλάζουν. Μπορεί και να’ χει δίκιο η Λιλιάνα, συνέχισε ύστερα από λίγο. Από τότε που φύγανε οι γέροι, η ταβέρνα μου μου φαίνεται αλλιώτικη. Έγινε κρύα, καταλαβαίνεις; Ούτε και γω δεν τη χωνεύω πια. Και δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω. Αυτό το κάνουν όμως όλοι τώρα… Γιατί να είμαι εγώ ο μόνος που διαφέρει; Ή μήπως δεν πρέπει;

Η Μόμο μόλις και κούνησε το κεφάλι της.

Ο Νίνος την κοίταξε και κούνησε και κείνος το κεφάλι του. Κι ύστερα χαμογέλασαν και οι δυο τους.
– Καλά έκανες που ήρθες, είπε ο Νίνος. Το είχα ξεχάσει πως κάποτε συνηθίζαμε να λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις: «Πήγαινε στη Μόμο». Τώρα όμως θα ξανάρθω μαζί με τη Λιλιάνα. Μεθαύριο έχουμε ρεπό και τότε θα έρθουμε. Σύμφωνοι;

– Σύμφωνοι, έκανε η Μόμο.

Ο Νίνος της έδωσε έπειτα μαι σακούλα με μήλα και πορτοκάλια και η Μόμο πήγε σπίτι της.
Και ο Νίνος με τη χοντρή γυναίκα του ήρθαν πραγματικά. Φέρανε μαζί τους το μωρό τους κι ένα καλάθι λιχουδιές.
– Φαντάσου μονάχα Μόμο, είπε η Λιλιάνα λάμποντας ολόκληρη, ο Νίνος πήγε στο θείο Έττορε και στους άλλους γέρους, στον καθένα χωριστά, τους ζήτησε συγγνώμη και τους παρακάλεσε να ξανάρθουν.

– Μάλιστα, πρόσθεσε χαμογελώντας ο Νίνος και ξύστηκε πίσω από τ’ αυτί του. Έχουν ξανάρθει όλοι τους. Όπως φαίνεται δε θα γίνει τίποτα με την προκοπή του μαγαζιού. Τώρα όμως μου αρέσει και πάλι.

Γέλασε και η γυναίκα του είπε:
– Θα ζήσουμε, Νίνο.

Πέρασαν ένα όμορφο απόγευμα κι όταν τελικά φύγανε, υποσχέθηκαν να ξανάρθουν γρήγορα.
Κι έτσι η Μόμο πήγε να ξαναδεί έναν έναν όλους τους παλιούς της φίλους. Πήγε στο μαραγκό που της είχε φτιάξει τότε το τραπεζάκι και τις καρέκλες από τις παλιές σανίδες. Πήγε στις γυναίκες που της είχαν φέρει το κρεβάτι. Με δυο λόγια πήγε και βρήκε όλους εκείνους, που κάποτε της λέγανε τα δικά τους και που γίνονταν απ’ αυτό πιο έξυπνοι, πιο αποφασιστικοί και πιο καλοδιάθετοι. Όλοι τους της υποσχέθηκαν να ξανάρθουν. Μερικοί δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους ή δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν γιατί δεν είχαν τον καιρό. Όμως πολλοί από τους παλιούς της φίλους ήρθαν πραγματικά και τα πράματα ξανάγιναν σχεδόν όπως ήταν πριν.
Δίχως να το ξέρει η Μόμο έγινε εμπόδιο στους γκρίζους κυρίους. Κι αυτό δεν μπορούσαν να το ανεχτούν.
Ύστερα από λίγο καιρό, ένα ιδιαίτερο ζεστό απόγευμα, η Μόμο βρήκε στα πέτρινα σκαλιά του ερειπωμένου θεάτρου μια κούκλα.

Τον τελευταίο καιρό είχε ξανασυμβεί αρκετά συχνά, να ξεχάσει κάποιο παιδί ένα από κείνα τ’ ακριβά παιχνίδια που στην πραγματικότητα δεν μπορείς να παίξεις. Μα η Μόμο δε θυμόταν να είχε ξαναδεί αυτή την κούκλα σε κάποιο από τα παιδιά. Και θα την πρόσεχε οπωσδήποτε γιατί ήταν μια εντελώς ξεχωριστή κούκλα.
Είχε σχεδόν το ίδιο ανάστημα με τη Μόμο και ήταν τόσο φυσική που μπορούσες να την πάρεις σχεδόν για ένα ζωντανό ανθρωπάκι. Δεν έμοιαζε όμως με μωρό ή με παιδάκι. Έμοιαζε με μια κομψή νεαρή κυρία ή μια κούκλα της βιτρίνας. Φορούσε ένα κόκκινο φουστάνι και δετά παπούτσια με ψηλά τακούνια.

Η Μόμο την κοίταζε σαγηνεμένη.
Όταν ύστερα από κάμποση ώρα την άγγιξε με το χέρι της, η κούκλα ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα σαν καπάκια βλέφαρά της, σάλεψε τα χείλια της και είπε με μια φωνή που ακούστηκε λιγάκι σαν κράξιμο, λες κι έβγαινε από το ακουστικό του τηλεφώνου:
– Καλημέρα. Είμαι η Μπίμπι-γκερλ, η τέλεια κούκλα.

Πάνω στο ξάφνιασμά της η Μόμο πισωπάτησε, απάντησε χωρίς να το θέλει:
– Καλημέρα. Εμένα με λένε Μόμο.

Η κούκλα ξανακούνησε τα χείλια της και είπε:
– Σου ανήκω. Όλοι σε ζηλεύουν επειδή είμαι δικιά σου.

– Δεν πιστεύω να είσαι δικιά μου, έκανε η Μόμο. Νομίζω πως κάποιος πρέπει να σ’ έχει ξεχάσει εδώ.

Σήκωσε την κούκλα στα χέρια της. Εκείνη ξανακούνησε τα χείλια της και είπε:

– Θέλω κι άλλα πράματα.

– Έτσι; έκανε σαστισμένη η Μόμο κι έπεσε σε συλλογή. Δεν ξέρω αν έχω τίποτα που να σου κάνει. Περίμενε όμως, θα σου δείξω τα πράματά μου και θα μου πεις τι σου αρέσει.

Πήρε την κούκλα και χώθηκε μαζί της μέσα από την τρύπα στον τοίχο στην κάμαρά της. Έβγαλε κάτω από το κρεβάτι ένα κουτί όπου είχε τους διάφορους θησαυρούς της και τ’ ακούμπησε μπροστά στην Μπίμπι-γκερλ.
– Εδώ είναι όλα όσα έχω, της είπε. Αν σου αρέσει κάτι, πες μου.

Και της έδειξε ένα όμορφο παρδαλό φτερό, μια πέτρα με ωραία νερά, ένα χρυσό κουμπί, ένα κομμάτι πολύχρωμο γυαλί. Η κούκλα δε μίλησε και η Μόμο της έδωσε μια σκουντιά.
– Καλημέρα, κρόαξε η κούκλα, είμαι η Μπίμπι-γκερλ, η τέλεια κούκλα.

– Αυτό το ξέρω κιόλας, είπε η Μόμο. Ζήτησες όμως να διαλέξεις κάτι, Μπίμπι-γκερλ. Έχω εδώ ένα όμορφο κοχύλι. Σου αρέσει;

– Σου ανήκω. Όλοι σε ζηλεύουν επειδή είμαι δικιά σου.

– Αυτό το έχεις ξαναπεί, είπε η Μόμο. Αν όμως δε σου αρέσει τίποτα από τα πράματά μου, τότε έλα να παίξουμε. Τι λες και συ;

– Θέλω κι άλλα πράματα, επανέλαβε η κούκλα.

– Δεν έχω άλλα, είπε η Μόμο. Πήρε την κούκλα, σκαρφάλωσε μέσα από την τρύπα και βγήκε πάλι έξω. Κάθισε εκεί την τέλεια Μπίμπι-γκερλ στο χώμα κι εγκαταστάθηκε αντικριστά της.

– Να παίξουμε πως ήρθες να μου κάνεις επίσκεψη; πρότεινε η Μόμο.

– Καλημέρα, είπε η κούκλα, είμαι η Μπίμπι-γκερλ, η τέλεια κούκλα.

– Τι ωραία που ήρθατε να με δείτε! της απάντησε η Μόμο. Από που έρχεστε, αγαπητή μου κυρία;

– Σου ανήκω, συνέχισε η Μπίμπι-γκερλ. Όλοι σε ζηλεύουν επειδή είμαι δικιά σου.

– Και τώρα σταμάτα, είπε η Μόμο. Δεν μπορούμε να παίξουμε αν λες όλη την ώρα τα ίδια.

– Θέλω και άλλα πράματα, αποκρίθηκε η κούκλα κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της.

Η Μόμο δοκίμασε να παίξει ένα άλλο παιχνίδι κι όταν απότυχε και σ’ αυτό, ένα άλλο κι έπειτα κι άλλο. Δε γινόταν όμως τίποτα. Αν η κούκλα δε μιλούσε καθόλου, η Μόμο θα μπορούσε ν’ απαντήσει στη θέση της και θα κουβέντιαζαν τότε πολύ όμορφα. Αλλά ακριβώς επειδή μιλούσε η Μπίμπι-γκερλ κάθε κουβέντα χαλούσε.

Ύστερα από λίγο η Μόμο αισθάνθηκε κάτι που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της. Κι επειδή αυτό το συναίσθημα ήταν τελείως καινούργιο, χρειάστηκε αρκετή ώρα για να καταλάβει πως ήταν βαρεμάρα αυτό που ένιωθε.
Η Μόμο δεν ήξερε τι να κάνει. Πολύ θα ήθελε να παρατηρήσει απλούστατα την τέλεια κούκλα και να παίξει με κάτι άλλο, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσε να το κάνει.
Κι έτσι η Μόμο κατάληξε να κάθεται εκεί και να κοιτάζει την κούκλα. Και κείνη με τη σειρά της την κάρφωνε με τα γαλάζια γυάλινα μάτια της, λες και είχαν αλληλοϋπνωτιστεί .
Κάποια στιγμή όμως, βάζοντας όλη της τη δύναμη, η Μόμο μπόρεσε να τραβήξει το βλέμμα της από την κούκλα και τρόμαξε λίγο. Σχεδόν δίπλα της βρισκόταν αραγμένο ένα κομψό σταχτί αυτοκίνητο. Δεν είχε καταλάβει πότε ήρθε και στάθηκε εδώ. Στ’ αυτοκίνητο καθόταν ένας κύριος, που φορούσε ένα κοστούμι στο χρώμα της αράχνης, είχε ένα γκρίζο σκληρό καπέλο και κάπνιζε ένα γκρίζο πουράκι. Ακόμα και το πρόσωπό του ήταν γκριζωπό σαν τη στάχτη.

Ο κύριος πρέπει να την παρακολουθούσε από αρκετή κιόλας ώρα, γιατί κούνησε χαμογελαστός το κεφάλι του στη Μόμο. Και μόλο που εκείνο το απόγευμα έκανε τόση ζέστη που ο αέρας τρεμόπαιζε στον καυτό ήλιο, η Μόμο κατάλαβε ξαφνικά πως κρύωνε.

Τώρα ο κύριος άνοιξε την πόρτα του αμαξιού του, κατέβηκε και την πλησίασε. Στο χέρι του κρατούσε μια μολυβιά τσάντα.

– Τι ωραία κούκλα που έχεις, είπε με μια παράδοξα άχρωμη φωνή. Όλοι οι φίλοι σου θα σε ζηλεύουν γι’ αυτήν.

Η Μόμο σήκωσε τους ώμους της και δε μίλησε.
– Θα ήταν οπωσδήποτε πολύ ακριβή, συνέχισε ο γκρίζος κύριος.

– Δεν ξέρω, μουρμούρισε σαστισμένη η Μόμο, τη βρήκα.

– Μη μου το πεις! φώναξε ο γκρίζος κύριος. Είσαι πολύ τυχερή, μου φαίνεται.

Η Μόμο σώπασε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο αντρικό σακάκι που της ερχόταν πολύ μεγάλο. Το κρύο δυνάμωνε.
– Έχω πάντως την εντύπωση, είπε ο γκρίζος κύριος χαμογελώντας με τις άκρες των χειλιών του, πως δεν σου αρέσει ιδιαίτερα, παιδί μου.

Η Μόμο κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Της φάνηκε ξαφνικά σαν να είχε χαθεί κάθε χαρά από τον κόσμο, όχι, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κι ότι αυτό που ως τα τώρα πίστευε πως ήταν η χαρά δεν ήταν παρά η φαντασία της. Και συνάμα ένιωσε σαν να την προειδοποιούσε κάτι.
– Σε παρακολουθώ από αρκετή κιόλας ώρα, συνέχισε ο γκρίζος κύριος, και μου φαίνεται πως δεν ξέρεις καθόλου πώς παίζουν με μια τόσο σπουδαία κούκλα. Θέλεις να σου δείξω εγώ;

Η Μόμο κοίταξε ξαφνιασμένη τον κύριο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
– Θέλω κι άλλα πράματα, κρόαξε ξαφνικά η κούκλα.

– Το βλέπεις κοριτσάκι μου, είπε ο γκρίζος κύριος, πως σου το λέει και μόνη της. Με μια τόσο σπουδαία κούκλα δε γίνεται να παίξεις όπως με μια οποιαδήποτε άλλη, αυτό είναι ολοφάνερο. Ούτε και την έχουν φτιάξει γι’ αυτό. Για να μη βαριέσαι μαζί της, πρέπει να της προσφέρεις κάτι. Πρόσεξε, μικρή!

Πήγε στ’ αυτοκίνητό του κι άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ.

– Πρώτα πρώτα της χρειάζονται πολλά φουστάνια, είπε. Εδώ έχουμε ένα υπέροχο βραδινό φόρεμα.

Το έβγαλε και το πέταξε στη Μόμο.

– Κι εδώ έχουμε μια γούνα από πραγματικό βιζόν. Κι εδώ μια μεταξωτή ρόμπα. Κι εδώ ένα κοστούμι του τένις. Και μια φόρμα του σκι. Κι ένα μαγιό. Και μια στολή ιππασίας. Και μια πυτζάμα. Κι ένα νυχτικό. Κι ένα άλλο φουστάνι. Κι ένα άλλο. Κι ακόμα ένα. Κι ακόμα…

Έριχνε όλα αυτά τα ρούχα ανάμεσα στη Μόμο και την κούκλα, μέχρι που δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο βουνό.

– Αυτό είναι, είπε και χαμογέλασε πάλι ψυχρά, μ’ αυτά θα μπορέσεις να παίξεις αρκετό καιρό, έτσι μικρούλα; Λες όμως να βαρεθείς σε μερικές μέρες; Τότε πρέπει να πάρεις κι άλλα πράματα για την κούκλα σου.

Έσκυψε πάλι πάνω από το πορτ-μπαγκάζ και βάλθηκε να πετάει κι άλλα πράματα στη Μόμο.
– Εδώ έχουμε μια σωστή τσαντούλα από δέρμα φιδιού, που έχει μέσα της ένα αληθινό κραγιόν και μια μικρή πουδριέρα. Εδώ έχουμε μια μικρή φωτογραφική μηχανή. Εδώ μια ρακέτα του τένις. Εδώ μια κουκλίστικη τηλεόραση που δουλεύει όμως πραγματικά. Εδώ ένα βραχιόλι, ένα κολιέ, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένα κουκλίστικο περίστροφο, μεταξωτές κάλτσες, καπέλο με φτερό, ένα ψάθινο καπέλο, ένα ανοιξιάτικο καπέλο, ένα βιβλιάριο επιταγών, μπουκαλάκια με αρώματα, σπρέι για το σώμα… Σταμάτησε το βομβαρδισμό και κοίταξε εξεταστικά τη Μόμο, που καθόταν καταγής σαν να είχε πιαστεί ανάμεσα σ’ όλη αυτή την πραμάτεια. Όπως βλέπεις, συνέχισε ο γκρίζος κύριος, είναι πολύ απλό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις συνέχεια κι άλλα ρούχα, τότε δε θα βαρεθείς ποτέ σου. Ίσως όμως νομίζεις πως η τέλεια Μπίμπι-γκερλ μπορεί κάποια μέρα να τ’ αποκτήσει όλα, οπότε θα γίνει στο τέλος ανιαρή. Όχι, μικρούλα μου, μη στεναχωριέσαι! Γιατί έχουμε κι ένα ταιριαστό σύντροφο για την Μπίμπι-γκερλ.

Κι έβγαλε από το πορτ-μπαγκάζ μια άλλη κούκλα. Ήταν το ίδιο ψηλή με την Μπίμπι-γκερλ, το ίδιο τέλεια με μόνη διαφορά πως παρίστανε ένα νεαρό. Ο γκρίζος κύριος τον τοποθέτησε δίπλα στην τέλεια Μπίμπι-γκερλ κι εξήγησε:

– Αυτός εδώ είναι ο Μπούμπυ-μπόυ. Υπάρχουν και γι’ αυτόν ένα σωρό πράγματα. Κι αν τα βαρεθείς ακόμα κι αυτά έχουμε και τη φιλενάδα της Μπίμπι-γκερλ. Έχει κι αυτή μια ολόκληρη προίκα που κάνει μονάχα γι’ αυτήν. Κι ο Μπούμπυ-μπόυ έχει κι αυτός ένα φίλο και κείνος έχει πάλι φίλους και φίλους. Όπως βλέπεις δεν πρόκειται να βαρεθείς ποτέ σου γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει τελειωμό και πάντα θα υπάρχει κάτι που μπορεί να το θέλεις.

Καθώς μιλούσε έβγαζε τη μια κούκλα μετά την άλλη από το πορτ-μπαγκάζ του αμαξιού του, που έμοιαζε να είναι ανεξάντλητο και τις έβαζε ολόγυρα στη Μόμο, που συνέχιζε να κάθεται ακίνητη και να παρακολουθεί τρομαγμένη τον κύριο.
– Λοιπόν; ρώτησε τελικά ο κύριος που ξεφύσηξε ένα πηχτό σύννεφο καπνού. Κατάλαβες τώρα πως παίζουν με μια τέτοια κούκλα;

– Κατάλαβα, είπε η Μόμο. Είχε αρχίσει να τρέμει από το κρύο.

Ο γκρίζος κύριος κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι του και ρούφηξε το πούρο του.
– Φυσικά θα ήθελες να κρατήσεις όλα αυτά τα ωραία πράματα; Καλά, μικρούλα μου, σου τα χαρίζω! Θα τα πάρεις όλα, όχι αμέσως, το ένα μετά το άλλο, αυτό εννοείται, και θα πάρεις και πολλά πολλά ακόμα. Κι ούτε χρειάζεται να κάνεις τίποτα για να τα αποκτήσεις. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να παίζεις μ’ αυτά όπως σου έχω εξηγήσει. Τι λες λοιπόν;

Ο γκρίζος κύριος κοίταζε τη Μόμο χαμογελώντας με προσδοκία, αλλά καθώς εκείνη δε μιλούσε παρά μόνο τον κοίταζε σοβαρή, βιάστηκε να προσθέσει.
– Τότε δε θα έχεις καμιά ανάγκη από τους φίλους σου, το κατάλαβες; Θα έχεις αρκετά για να περνάς την ώρα σου αν γίνουν δικά σου όλα αυτά τα ωραία πράματα και θα μπορείς ν’ αποκτάς όλο και καινούργια, έτσι; Και το θέλεις αυτό, έτσι; Δεν τη θέλεις αυτή τη σπουδαία κούκλα; Τη θέλεις οπωσδήποτε, αυτό είναι σίγουρο.

Η Μόμο ένιωθε αμυδρά πως την περίμενε ένας αγώνας, πως είχε κιόλας μπει σ’ αυτόν τον αγώνα. Δεν ήξερε όμως ούτε για ποιο πράμα γινόταν ούτε και ενάντια σε ποιον. Γιατί όσο πέρναγε η ώρα και άκουγε τον επίσκέπτη της, τόσο περισσότερο ένιωθε αυτό που είχε νιώσει και με την κούκλα: Άκουγε μια φωνή που μιλούσε, άκουγε λέξεις, μα δεν άκουγε εκείνον που μιλούσε. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
– Τι έχεις, μα τι έχεις λοιπόν; ρώτησε ο γκρίζος κύριος και σήκωσε τα φρύδια του ψηλά. Ακόμα δεν είσαι ευτυχισμένη; Τι απαιτητικά που είναι τα σημερινά παιδιά! Μπορείς να μου πεις τι είναι αυτό που λείπει σ’ αυτήν την τέλεια κούκλα;

Και η Μόμο κοίταξε κάτω σκεφτική.
– Νομίζω, είπε σιγανά, πως δεν μπορείς να την αγαπήσεις.

Ο γκρίζος κύριος δε μίλησε για κάμποση ώρα. Κοίταζε μονάχα μπροστά του με μάτια γυάλινα, ακριβώς όπως η κούκλα. Τελικά επιβλήθηκε στον εαυτό του.

– Αυτό δεν έχει καμιά σημασία, είπε παγωμένα.

Η Μόμο τον κοίταξε στα μάτια. Αυτός ο άνθρωπος την τρόμαζε, προπαντός με την ψυχρότητα που ακτινοβολούσε το βλέμμα του. Συνάμα όμως, κατά ένα τρόπο παράξενο, της προξενούσε οίκτο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί.

– Τους φίλους μου όμως τους αγαπώ, είπε η Μόμο.

Ο γκρίζος κύριος στραβομουτσούνιασε, λες και τον είχε πιάσει ξαφνικά πονόδοντος. Αλλά και πάλι επιβλήθηκε στον εαυτό του και στο πρόσωπό του φάνηκε ένα χαμόγελο, λεπτό σαν ξυράφι.
– Νομίζω, παιδί μου είπε με μαλακιά φωνή, πως πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για να καταλάβεις τι γίνεται.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα γκρίζο σημειωματάριο και το ξεφύλλισε ώσπου να βρει αυτό που ζητούσε.
– Σε λένε Μόμο, έτσι;

Η Μόμο κούνησε το κεφάλι της. Ο γκρίζος κύριος έκλεισε απότομα το σημειωματάριό του, το ξανάβαλε στην τσέπη του και κάθισε βογκώντας ελαφρά καταγής, δίπλα στη Μόμο. Κάμποση ώρα δεν έλεγε τίποτα, κάπνιζε μονάχα σκεφτικός το γκρίζο πουράκι του.
– Λοιπόν Μόμο, άκουσέ με καλά, άρχισε τελικά να λέει. Αυτό ήταν κάτι που η Μόμο πάσχιζε να το κάνει από αρκετή ώρα κιόλας. Δυσκολευόταν όμως να τον ακούσει όπως άκουγε τους άλλους ανθρώπους μέχρι τότε. Συνήθως μπορούσε να μπει στο πετσί του άλλου και να καταλάβει τι ήταν αυτό που ήθελε να πει και πώς ήταν ο ίδιος στην πραγματικότητα. Αλλά μ’ αυτόν τον επισκέπτη της ήταν αδύνατο να το κάνει. Κάθε φορά που το επιχειρούσε, είχε την εντύπωση πως γκρεμιζόταν στο σκοτάδι και στο κενό, λες και δεν ήταν κανένας εκεί. Αυτό δεν της είχε ξανασυμβεί.
– Το μόνο που έχει σημασία στη ζωή, συνέχισε ο γκρίζος κύριος, είναι να καταφέρεις κάτι, να γίνεις κάποιος, ν’ αποκτήσεις κάτι. Σ’ εκείνον που τα καταφέρνει καλύτερα από τους άλλους, σ’ εκείνον που γίνεται κάτι παραπάνω κι αποκτάει κάτι περισσότερο από τους άλλους , σ’ εκείνον έρχονται κι όλα τ’ άλλα από μόνα τους: φιλία, τιμή κι όλα τ’ άλλα. Εσύ πιστεύεις ότι αγαπάς τους φίλους σου. Ας το εξετάσουμε λοιπόν αντικειμενικά.

Ο γκρίζος κύριος ξεφύσηξε τον καπνό από το στόμα του, ζωγραφίζοντας μηδενικά στον αέρα. Η Μόμο έχωσε τα γυμνά της πόδια κάτω από τη φούστα της και χώθηκε όσο καλύτερα γινόταν μέσα στο μεγάλο της σακάκι.
– Κι εδώ ξεκινάει η πρώτη ερώτηση, άρχισε πάλι να λέει ο γκρίζος κύριος. Τι κερδίζουν οι φίλοι σου από την ύπαρξη σου; Τους ωφελείς σε τίποτα; Όχι. Τους βοηθάς να προχωρήσουν στη ζωή, να κερδίσουν περισσότερα λεπτά, να γίνουν κάποιοι; Οπωσδήποτε όχι. Τους υποστηρίζεις στην προσπάθειά τους ν’ αποταμιεύσουν χρόνο; Κάνεις ακριβώς τ’ αντίθετο! Τους καθυστερείς, τους είσαι εμπόδιο, δεν τους αφήνεις να προκόψουν. Ίσως να μην το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα, αλλά ζημιώνεις τους φίλους σου μόνο και μόνο επειδή υπάρχεις. Μάλιστα, χωρίς να το θέλεις είσαι στην πραγματικότητα, εχθρός τους! Κι αυτό το λες αγάπη!

Η Μόμο δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Δεν είχε εξετάσει ποτέ την κατάσταση απ’ αυτή τη σκοπιά. Για μια στιγμή μάλιστα δεν ήταν καν σίγουρη ότι δεν είχε δίκιο ο γκρίζος κύριος.
– Και γι’ αυτό, συνέχισε εκείνος, θέλουμε να προστατέψουμε τους φίλους σου από σένα. Κι αν τους αγαπάς πραγματικά θα μας βοηθήσεις και σ’ αυτό. Θέλουμε να πετύχουν στη ζωή. Εμείς είμαστε οι πραγματικοί τους φίλοι. Δεν μπορούμε να βλέπουμε σιωπηλοί να τους κρατάς μακριά απ’ όλα εκείνα που έχουν σημασία. Εμείς θα φροντίσουμε να τους αφήσεις ήσυχους. Και γι’ αυτό σου χαρίζουμε όλα αυτά τα ωραία πράματα.
– Ποιοι «εμείς»; ρώτησε η Μόμο με χείλια που τρεμούλιαζαν.

– Εμείς, από το Χρονοταμιευτήριο, αποκρίθηκε ο γκρίζος κύριος. Είμαι ο πράκτορας ΒΑΝ/553/γ. Εγώ προσωπικά θέλω το καλό σου, γιατί το Χρονοταμιευτήριο δεν επιτρέπει σε κανέναν ν’ αστειεύεται μαζί του.

Εκείνη τη στιγμή η Μόμο θυμήθηκε ξαφνικά αυτά που είχαν πει ο Μπέπος και ο Τζίτζης για την αποταμίευση του χρόνου και για το πόσο κολλητική ήτανε. Και της ήρθε ο φοβερή υπόνοια πως αυτός ο γκρίζος κύριος είχε κάποια σχέση μ’ αυτά. Ευχήθηκε από μέσα της ολόψυχα να ήταν τώρα μαζί της οι δυο της φίλοι. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο μόνη. Πήρε όμως την απόφαση να μην επιτρέψει να την τρομοκρατήσουν. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις κι όλο το θάρρος της και ρίχτηκε ολόκληρη στο σκοτάδι και στο κενό, που πίσω τους κρυβόταν ο γκρίζος κύριος. Εκείνος παρακολουθούσε τη Μόμο με την άκρια του ματιού του. Η αλλαγή στην έκφραση του προσώπου της δεν πέρασε απαρατήρητη. Χαμογελούσε ειρωνικά καθώς άναβε ένα φρέσκο γκρίζο πούρο από τη γόπα του παλιού.
– Μην κάνεις τον κόπο, της είπε, δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μαζί μας.

Η Μόμο δεν υποχώρησε.
– Εσένα δε σ’ αγαπάει κανένας; ρώτησε ψιθυριστά.

Ο γκρίζος κύριος καμπούριασε, σαν να μίκραινε ξαφνικά. Έπειτα απάντησε σε μια φωνή σταχτιά σαν τη στάχτη:
– Πρέπει να παραδεχτώ πως ποτέ μου δε συνάντησα κανένα σαν και σένα, μα την αλήθεια. Και γνωρίζω πολλούς ανθρώπους. Αν υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι του τύπου σου, σίγουρα θα κλείναμε το Χρονοταμιευτήριό μας και οι ίδιοι θα διαλυόμασταν στο κενό, γιατί από τι θα υπήρχαμε τότε;

Ο πράκτορας κόπηκε. Κάρφωσε τη Μόμο με τα μάτια του και φαινόταν να παλεύει με κάτι που δεν το καταλάβαινε και που δεν μπορούσε να το υπερνικήσει. Το πρόσωπό του έγινε ακόμα πιο γκριζωπό.
Όταν ξανάρχισε να μιλάει, ήταν σαν να το’ κανε ενάντια στη θέλησή του, σαν να του ξέφευγαν τα λόγια από μόνα τους χωρίς να μπορεί να τα εμποδίσει. Και καθώς μιλούσε, το πρόσωπό του παραμορφωνόταν όλο και πιο πολύ από τη φρίκη γι’ αυτό που του συνέβαινε. Και η Μόμο άκουσε επιτέλους την πραγματική του φωνή:
– Δεν πρέπει να μας καταλάβει κανένας, άκουσε τη φωνή του σα να ερχόταν από μακριά. Δεν πρέπει να ξέρει κανένας πως υπάρχουνε και τι κάνουμε… Φροντίζουμε να μη μας συγκρατήσει κανένας άνθρωπος στη μνήμη του… Μόνο όσο δε μας ανακαλύπτουνε μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας… Είναι δύσκολη δουλειά να κλέβουμε από τους ανθρώπους το χρόνο της ζωής τους, να τον κλέβουμε με τις ώρες, με τα λεπτά, με τα δευτερόλεπτα… γιατί όλος αυτός ο χρόνος που αποταμιεύουν είναι γι’ αυτούς χαμένος… Τον αρπάζουμε εμείς… τον αποθηκεύουμε εμείς… τον έχουμε ανάγκη εμείς… διψάμε γι’ αυτόν… Αχ! δεν ξέρετε τι αγαθό είναι, αυτός ο χρόνος σας… Εμείς όμως… εμείς το ξέρουμε και σας απομυζούμε ως το κόκαλο… Και μας χρειάζεται περισσότερος χρόνος… όλο και περισσότερος… γιατί γινόμαστε και μες περισσότεροι… όλο και περισσότεροι… όλο και περισσότεροι.

Αυτά τα τελευταία λόγια ο γκρίζος κύριος τα πρόφερε σχεδόν σαν να τον είχε πιάσει ρόγχος, τώρα όμως έκλεισε ο ίδιος το στόμα του με τα δυο του χέρια. Είχε γουρλώσει τα μάτια του καθώς τα είχε στυλωμένα πάνω στη Μόμο. Ύστερα από λίγη ώρα φάνηκε σαν να συνερχόταν από ένα είδος νάρκης.
– Τι… τι ήταν αυτό; ψέλλισε. Με ψάρεψες! Είμαι άρρωστος! Εσύ μ’ αρρώστησες, εσύ! Κι ύστερα πρόσθεσε σχεδόν σαν να την ικέτευε. Είπα ένα σωρό βλακείες, καλό μου παιδί! Ξέχασέ τες! Πρέπει να με ξεχάσεις, όπως με ξεχνούν όλοι οι άλλοι! Πρέπει! Πρέπει!

Κι άρπαξε τη Μόμο από τους ώμους και την τράνταξε. Εκείνη κούνησε τα χείλια της, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη.

Ο γκρίζος κύριος πετάχτηκε όρθιος στα πόδια του, κοίταξε ολόγυρα σαν κυνηγημένος, άρπαξε τη μολυβιά τσάντα του κι έτρεξε στ’ αμάξι του. Και τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο: όλες οι κούκλες κι όλα τ’ άλλα αντικείμενα που βρίσκονταν σκορπισμένα ολόγυρα, πέταξαν απ’ όλες τις μεριές πίσω στο πορτ-μπαγκάζ, λες και είχε γίνει μια έκρηξη από την ανάποδη. Και το πορτ-μπαγκάζ έκλεισε βροντώντας από πάνω τους. Και τ’ αυτοκίνητο ξεκίνησε με τέτοια ταχύτητα που πέτρες πετάχτηκαν κάτω από τις ρόδες του σαν πιτσιλιές.

Η Μόμο έμεινε για πολλή ώρα ακόμα καθισμένη στη θέση της και πάσχιζε να καταλάβει τι σήμαιναν αυτά που είχε ακούσει. Το φοβερό κρύο υποχωρούσε σιγά σιγά από το κορμί της και όσο υποχωρούσε τόσο καθάριζαν όλα μέσα της. Δεν ξέχασε τίποτα. Κι αυτό γιατί είχε ακούσει την πραγματική φωνή του γκρίζου κυρίου.
Μπροστά της, μέσα από τα ξερά χόρτα, ανέβαινε μια μικρή στήλη καπνού. Εκεί ντουμάνιαζε η πατημένη γόπα από το γκρίζο πούρο και διαλυόταν αργά σε στάχτη.

Απόσπασμα από το πανέμορφο βιβλίο του Μίχαελ Έντε: «Η Μόμο ή η παράξενη ιστορία για τους κλέφτες του χρόνου κι ένα παιδί που έφερε πίσω στους ανθρώπους τον κλεμμένο χρόνο τους», ένα παραμύθι – μυθιστόρημα, εκδόσεις Ψυχογιός. 
 
 
 

Σχόλιο: Είναι όμορφα στον κόσμο της Μόμο που οι άνθρωποι μιλάνε, δουλεύουν, μοιράζονται, ζουν και αγαπάνε σε απλές ανθρώπινες συνθήκες (πόσο παρεξηγημένος όρος!). Η Μόμο με ταξίδεψε στη γη του «με αγάπη, όλα είναι δυνατά» και ήθελα πολύ να γυρίσω στον κόσμο της αφήνοντας τον δικό μου καθημερινό κόσμο (του «με φόβο, όλα είναι δύσκολα έως αδύνατα») και να μάθω πως τα κατάφερε να απενεργοποιήσει τους γκρίζους κυρίους (αυτό, βέβαια, είναι στο τέλος του παραμυθιού) και επίσης… μου φάνηκε πολύ αναγκαία η ύπαρξή της αυτή την εποχή σε ότι αφορά τους δικούς μας σύγχρονους κλέφτες της ζωής μας. 

Ευχαριστώ τον φίλο Θ. που μου δάνεισε αυτό το ξεχασμένο βιβλίο το οποίο το γνώριζα γιατί είχα προσπαθήσει παλιά (προ εικοσαετίας ήταν της μοδός ο κ. Έντε!!) να το διαβάσω αλλά δεν… με τράβηξε και τώρα… με ρούφηξε. Η αφορμή ήταν μέσα απ’ την προσπάθεια μου να εξηγήσω την απορία του φίλου για το τι και το πως γίνεται μια θεραπευτική συνεδρία. Άρχισα, λοιπόν, με μεγάλο οίστρο να περιγράφω το πως είσαι εκεί για να ακους και να εκμαιεύεις τα «θέλω» του,της θεραπευόμενου,-ης χωρίς να γίνεσαι κατευθυντικός (με πολύ απλά λόγια περιγράφοντάς το και καθόλου εύκολο να γίνει κι ας «φαίνεται» τόσο απλό) και ο φίλος κόβοντας με, μου απάντησε: «…δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι, γίνεσαι μία Μόμο!!»… ακόμα χαμογελώ όταν το σκέφτομαι, τον ευχαριστώ πολύ για τη φαεινή ιδέα του.
Ακόμα χαμογελώ όταν 
σκέφτομαι και την αγαπημένη Μόμο, θα την κρατήσω παρέα μου, έτσι, για να μου θυμίζει το «με αγάπη, όλα είναι δυνατά», το ξέρω ότι είναι αλήθεια αλλά να… χρειάζομαι μια Μόμο για να μου το θυμίζει όταν γκριζάρει το τοπίο γύρω μου. 

Σχόλια
  1. Ο/Η Antikleidi Blog λέει:

    ένα υπέροχο αλληγορικό παραμύθι (ή μυθιστόρημα φαντασίας?) για μεγάλους , από τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Γεμάτο συμβολισμούς, πιστεύω είναι ισάξιο ή και καλύτερο του Μικρού Πρίγκηπα, συνίσταται ανεπιφύλακτα

    Μου αρέσει!

  2. Ο/Η FROSSO λέει:

    Πολύ ωραίο!!!!!…Αυτό είναι για να το διαβάζεις,να το ξαναδιαβάζεις κ να το ξαναδιάβαζεις!!!!..Την χρειαζόμαστε την Μόμο για να παίρνουμε δυνάμεις να πορεύομαστε στα δύσκολα!!!!!!…κ για να κατάλαβουμε τι πραγματικά αξίζει να έχουμε!!!

    Μου αρέσει!

  3. Ο/Η melita λέει:

    Από τις πιο όμορφες και διδακτικές ιστορίες που έχω διαβάσει .Πολύ όμορφη ανάρτηση .

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε